-
1 здравый
επ., βρ: здрав, -а, -о.1. λογικός, σωστός, σώφρονας, ορθόφρονας•здравый ум ή мысль κοινός νους, συνήθης αλλά υγιής σκέψη. -Οβ•
суждение η κοινή αλλά σωστή κρίση.
2. παλ. υγιής, γερός.εκφρ.здрав и невредим – σώος και αβλαβής•в -ом уме и тврдой памяти – με εχεφροσύνη (ορθοφροσύνη) και σταθερότητα.